Διατροφή

Η επίδραση του διατροφικού λίπους στη χρόνια υποκλινική φλεγμονή

The Effect of Dietary Fat on Chronic Subclinical Inflammation

Η φλεγμονώδης αντίδραση σε άτομα με αυξημένο λιπώδη ιστό οφείλεται στην αύξηση του όγκου του (στην αύξηση δηλαδή του σωματικού βάρους), στην αύξηση του μεγέθους των λιποκυττάρων και στη συγκέντρωση μακροφάγων. Οι διαδικασίες αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τη φλεγμονή και τη μεταβολική δυσλειτουργία που επιτυγχάνονται μέσω της αυξημένης παραγωγής TNF-α, IL-6, IL-8, MCP-1 και παράλληλα της μειωμένης έκκρισης αντιπονεκτίνης καθώς και της μείωσης της ινσουλινικής ευαισθησίας.

Τα λίπη και τα έλαια είναι ουσίες αδιάλυτες στο νερό, διαλυτές σε οργανικούς διαλύτες και είναι εστέρες λιπαρών οξέων ή λιπαρά οξέα που μπορούν να εστεροποιηθούν. Στη φύση υπάρχουν πάνω από 40 είδη λιπαρών οξέων. Άλλα από αυτά είναι κορεσμένα-SFA, άλλα μονοακόρεστα-MUFA και άλλα πολυακόρεστα-PUFA. Η σύσταση της διατροφής σε λιπαρά οξέα επηρεάζει σημαντικά τη χρόνια χαμηλής έντασης φλεγμονή μέσω της βιοσύνθεσης δραστικών διαμεσολαβητών.

Τα λίπη και τα έλαια αποτελούν σημαντικό διατροφικό στοιχεία για το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε θερμίδες και της σχετικά χαμηλής τους τιμής. Καταναλώνονται ως συστατικό των τροφίμων ζωικής και φυτικής προέλευσης, περιέχονται σε βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, χρησιμοποιούνται για το μαγείρεμα και μπορεί να προστεθούν στο έτοιμο φαγητό και στις σαλάτες..

Οι ιδιότητες των μορίων του λίπους καθορίζονται από το μήκος και τη δομή των λιπαρών οξέων από τα οποία αποτελούνται. Τα υγρά έλαια τείνουν να είναι πλουσιότερα σε ακόρεστα λιπαρά οξέα, ενώ τα στερεά λίπη πλουσιότερα σε κορεσμένα. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα περιέχουν αποκλειστικά μονούς δεσμούς, ενώ τα ακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν ένα ή περισσότερους διπλούς δεσμούς.

Το λίπος από τα βοοειδή και τα πρόβατα έχει μεγαλύτερη αναλογία κορεσμένων σε σχέση με το λίπος των χοιρινών και των πουλερικών. Σε όλα τα ζώα, το υποδόριο λίπος περιέχει μικρότερο ποσοστό κορεσμένων λιπαρών οξέων σε σχέση με το σπλαχνικό.

Η διατροφική πρόσληψη κάποιων λιπαρών οξέων, όπως τα ω-6 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, είναι δυνατόν να πυροδοτήσει τη διαδικασία της φλεγμονής.

Έχει δειχθεί ότι σε υγιή άτομα ακόμα και 1 μόνο γεύμα πλούσιο σε λίπος προκαλεί διέγερση του ενδοθηλίου όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των μορίων προσκόλλησης VCAM-1 (vascular cell adhesion molecule-1) και ICAM-1 (intercellular adhesion molecule-1) με ταυτόχρονη αύξηση  της IL-6 και του TNF-a και με παράλληλη αύξηση της IL-18, μιας προφλεγμονώδους κυτταροκίνης που εμπλέκεται στο μηχανισμό  αποσταθεροποίησης της αθηρωματικής πλάκας .

Αντίθετα, η πρόσληψη άλλων λιπαρών οξέων, π.χ. ω-3 PUFA, μπορεί να αναστείλει τη φλεγμονώδη αντίδραση.

Τα κορεσμένα λίπη προσλαμβάνονται κυρίως από τις ζωικές τροφές (κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα), τα μονοακόρεστα κυρίως μέσω του ελαιόλαδου, ενώ τα πολυακόρεστα προσλαμβάνονται ως μη-εστεροποιημένα λιπαρά οξέα, ως τριακετυλ-γλυκερόλη και ως φωσφολιπίδια. Οι εστερικοί δεσμοί των λιπών υδρολύονται από τις λιπάσες του ΓΕΣ και παράγονται μη-εστεροποιημένα λιπαρά οξέα και μονοακετυλ-γλυκερόλη. Τα PUFA, από τα οποία κυρίως προέρχονται οι εκ του λίπους παραγόμενοι διαμεσολαβητές, είναι πολύ ευάλωτα στη μη-ενζυματική οξείδωση. Αυτός είναι και ο λόγος που η αντιφλεγμονώδης δράση των ω-3 λιπαρών οξέων αυξάνει αν προσλαμβάνονται μαζί με αντι-οξειδωτικά.

Η κατανάλωση ω-3 και ω-6 λιπαρών οξέων έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια. Στις δυτικού τύπου κοινωνίες έχει αυξηθεί η κατανάλωση ω6-λιπαρών οξέων (σπορέλαια), ενώ σε περιοχές με αυξημένη κατανάλωση αλιευμάτων επικρατεί η πρόσληψη ω3-λιπαρών οξέων. Είναι από μακρού γνωστό ότι ο αυξημένος λόγος ω6/ω3 διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις προφλεγμονώδεις αντιδράσεις αλλά και σε νόσους όπως η αθηρωμάτωση, η σήψη, η μαστίτιδα και οι κακοήθεις νεοπλασίες. Ο ιδανικός λόγος είναι 4:1 έως 1:1 αν και στις ΗΠΑ σήμερα ο λόγος αυτός είναι περίπου 10-20:1. Πάντως, σε πρόσφατη μελέτη, δεν δείχτηκαν σημαντικές διαφορές στους δείκτες φλεγμονής όταν επιτεύχθηκε λόγος ω6/ω3 1:1 με την προσθήκη στη δίαιτα μόνο a-λινολενικού οξέος (ALA; C18:3) φυτικής όμως προέλευσης.

Το είδος των λιπαρών οξέων των φωσφολιπιδίων της μεμβράνης των μακροφάγων και του ενδοθηλίου μπορεί να επηρεάσει τη μεταγευματική φλεγμονώδη αντίδραση. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα έχουν τη δυνατότητα άμεσης ενεργοποίησης προφλεγμονωδών αντιδράσεων μέσω των Toll-like υποδοχέων και προάγουν την έκφραση των προφλεγμονωδών γονιδίων στα μακροφάγα με μηχανισμό παρόμοιο με αυτόν των ενδοτοξινών.

Σημαντική είναι η αντιφλεγμονώδης δράση του ελαιόλαδου, αν και δεν είναι ακριβώς διευκρινισμένο αν αυτή οφείλεται στα μονοακόρεστα που περιέχει ή στα φαινολικά παράγωγα που υπάρχουν σ’ αυτό και ιδιαίτερα στο παρθένο και έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.

Όλες οι μέχρι σήμερα μελέτες έχουν δείξει ότι αυτά τα φαινολικά παράγωγα ασκούν σημαντικές ευνοϊκές επιδράσεις σε μεγάλο αριθμό βιο δεικτών in vivo και in vitro. Μέχρι σήμερα έχουν απομονωθεί 36 διαφορετικά είδη φαινολικών παραγώγων και όλα έχουν μεγάλη βιοδιαθεσιμότητα. Το είδος και η ποσότητα αυτών στο ελαιόλαδο εξαρτάται από:

  • Την ποικιλία του ελαιόκαρπου
  • Την περιοχή και τον τρόπο της καλλιέργειας
  • Το βαθμό ωρίμανσης της ελιάς κατά τη συγκομιδή
  • Το χρόνο από τη συγκομιδή μέχρι την εκχύλιση του ελαιόλαδου και τη μέθοδο που γίνεται αυτή
  • Τον τρόπο μαγειρέματος

Συνοπτικά, οι δράσεις των φαινολικών παραγώγων στη χρόνια χαμηλής έντασης φλεγμονή είναι:

  • Μείωση των επιπέδων στο πλάσμα των TXB2 (thromboxane B2) και LTB4 (leukotriene B4)
  • Μείωση των επιπέδων της IL-6 και της CRP.
  • Μείωση της σύνθεσης και έκκρισης του αραχιδονικού οξέος.
  • Αναστολή της δραστηριότητας των COX-1 και COX-2 με απότοκο μείωση των εικοσανοειδών, των προσταγλανδινών και της θρομβοξάνης.
Με την πλοήγηση σας αποδέχεστε τους όρους στην ενότητα Πολιτική Απορρήτου.
Αποδέχομαι