Η επίδραση του ύπνου στο σωματικό βάρος

The effect of sleep on body weight
Οι διαταραχές του ύπνου αποτελούν μια αναδυόμενη παγκόσμια επιδημία. Στις ΗΠΑ, εκτιμάται ότι επηρεάζουν 50-70 εκατομμύρια ενήλικες κάθε χρόνο.
Τα προβλήματα ύπνου συνδέονται με πολλά προβλήματα υγείας, με αυξημένη θνησιμότητα, με κατάθλιψη και με ανθυγιεινές συμπεριφορές όπως το κάπνισμα και η αυξημένη χρήση οινοπνευματωδών.
Ως φυσιολογικές ώρες ύπνου θεωρούνται οι 7–9/ημ. για ενήλικες ηλικίας 26–64 ετών και οι 7–8 ώρες για τους ≥65 ετών. Διάρκεια <6 ώρες για ενήλικες και 5–6 ώρες για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας είναι ανεπαρκής, σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Ύπνου των ΗΠΑ.
Πιθανοί μηχανισμοί βραχείας διάρκειας ύπνου και αύξησης του σωματικού βάρους:
- Mεταβολές Λεπτίνης και Γκρελίνης
- Ηδονική δράση των τροφών
- Περισσότερος χρόνος για πρόσληψη τροφής
- Μη-Φυσιολογικές ώρες πρόσληψης τροφής
Μεταβολές της διατροφικής συμπεριφοράς επί βραχείας διάρκειας ύπνου:
- Αύξηση ενεργειακής πρόσληψης
- Αύξηση πρόσληψης τροφών πλούσιων σε υδατάνθρακες και λίπος
- Μείωση πρόσληψης φυτικών ινών
- Τροφές χαμηλής ποιότητας και θρεπτικής αξίας
- Μείωση κύριων γευμάτων και αύξηση συχνότητας ενδιάμεσων γευμάτων χαμηλής θρεπτικής αξίας
Αυξημένες ώρες ύπνου θεωρούνται οι >9/24ωρο.
Πολλές μελέτες τις τελευταίες 10ετίες συνδέουν τα προβλήματα ύπνου με προδιάθεση για αύξηση του σωματικού βάρους και με όλες τις μεταβολικές διαταραχές που χαρακτηρίζουν το μεταβολικό σύνδρομο, συμπεριλαμβανομένης και της κεντρικής κατανομής του σωματικού λίπους.
Η σχέση της αύξησης του σωματικού βάρους με τις διαταραχές της διάρκειας (<6 ώρες ή >9 ώρες), καθώς και η ποιότητα του ύπνου, χαρακτηρίζει όχι μόνο τους ενήλικες, αλλά και τα παιδιά και τους εφήβους.
Τα ευρήματα από όλες τις επιδημιολογικές και πειραματικές μελέτες συμφωνούν ότι οι διαταραχές του ύπνου ευνοούν την αυξημένη ενεργειακή πρόσληψη. Αν παράλληλα υπάρχει και μέτρια αύξηση των ενεργειακών δαπανών ως αποτέλεσμα των αυξημένων ωρών εγρήγορσης, αυτό φαίνεται να υπερκαλύπτεται από τη σημαντικά υψηλότερη ενεργειακή πρόσληψη.
Το πρόβλημα με όλες τις μελέτες είναι η δυσκολία διαχωρισμού της σχέσης ‘αιτίας-αποτελέσματος’. Είναι πολύ πιθανό η σχέση να είναι αμφίδρομη, δηλαδή το αυξημένο σωματικό βάρος να προκαλεί τις διαταραχές του ύπνου αλλά και οι διαταραχές ύπνου να ευνοούν την αύξηση του σωματικού βάρους. Μια άλλη σημαντική δυσκολία είναι η αντικειμενική μέτρηση των ωρών ύπνου σε μακροχρόνια βάση.
Απάντηση στα ερωτήματα αυτά μπορεί να δοθούν μόνο από μακροχρόνιες προοπτικές μελέτες σε άτομα που αρχικά είχαν φυσιολογικό σωματικό βάρος έχοντας πάντα στην τελική εξίσωση και τα γονιδιακά προβλήματα που ευνοούν την αύξηση του σωματικού βάρους, καθώς και το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας που όπως είναι γνωστό επιδρά και στο βάρος και στη διάρκεια του ύπνου.