Νερό και αλάτι: Η επίδραση στο σωματικό βάρος
Water and salt: The effect on body weight
Κατά κανόνα, οι διατροφικές οδηγίες για τον έλεγχο του σωματικού βάρους επικεντρώνονται στις 3 κύριες ομάδες τροφών, πρωτεΐνες, λίπη και υδατάνθρακες, καθώς και σε περιορισμό των θερμίδων. Αναφορά σε διατροφικά στοιχεία χωρίς θερμίδες δε γινόταν και δε γίνεται σχεδόν ποτέ.
Πριν λοιπόν από μερικά χρόνια, όταν μας ρωτούσαν ασθενείς με αυξημένο σωματικό βάρος, αν το νερό και το αλάτι παχαίνουν η απάντηση ήταν κατηγορηματικά ΟΧΙ. Σήμερα, όπως θα δούμε στις λίγες παρακάτω σελίδες, θα πρέπει η απάντηση να είναι: μάλλον ΝΑΙ.
Νερό και σωματικό βάρος
Είναι μεγάλο το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την επίδραση της πρόσληψης νερού στο σωματικό βάρος και οι σχετικές έρευνες κάνουν καθημερινά σημαντικά βήματα.
Η αυξημένη κατανάλωση πόσιμου νερού έχει συσχετιστεί με απώλεια βάρους σε πολλές μελέτες, αλλά και η αντικατάσταση ενεργειακών αναψυκτικών με νερό μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας.
Οι επιστημονικές υποθέσεις για τους μηχανισμούς που το νερό μπορεί να έχει επιδράσεις στο σωματικό βάρος είναι δύο:
1. H υπόθεση που σχετίζεται με το μεταβολισμό του λιπώδους ιστού
Στο φυσιολογικώς ενυδατωμένο λιποκύτταρο, τα τριγλυκερίδια σχηματίζονται από την πρόσληψη γλυκόζης και μη εστεροποιημένων λιπαρών οξέων (NEFA) καθώς και από τη λιπόλυση. Το ποσοστό και ο ρυθμός εξαρτώνται από τις ανάγκες των κυττάρων σε ΑΤΡ. Η περίσσεια γλυκερόλης εξάγεται από το κύτταρο. Τα NEFA είτε μεταβολίζονται είτε εξάγονται από το λιποκύτταρο.
Όταν το λιποκύτταρο αφυδατώνεται, ο σχηματισμός τριγλυκεριδίων αυξάνεται και τα NEFA δεν είναι ικανά να μεταβολιστούν σε πυροσταφυλικό και έτσι μεταβολίζονται στα μιτοχόνδρια. Ο μεταφορέας γλυκερόλης, Αquaporin 9 (AQP9), αυξάνει μεταφέροντας περισσότερη γλυκερόλη για το σχηματισμό τριγλυκεριδίων. Παρατηρείται μεγαλύτερη διέγερση της πρόσληψης γλυκόζης με την επίδραση της ινσουλίνης, αυξάνοντας περαιτέρω τη σύνθεση των τριγλυκεριδίων.
2. Η υπόθεση που σχετίζεται με το φυσιολογικό μεταβολισμό των κυττάρων.
Σε ένα φυσιολογικά ενυδατωμένο κύτταρο, όλα τα μεταβολιζόμενα μακροστοιχεία συνδέονται με τους κατάλληλους μεταφορείς και μετατρέπονται ενζυματικά σε πυροσταφυλικό το οποίο μεταφέρεται στα μιτοχόνδρια, μετατρέπεται σε ακετυλο-CοΑ και μετά εισέρχονται στον κύκλο του τρικαρβοξυλικού οξέος για να παραχθούν μόρια ΑΤΡ.
Όσο το κύτταρο αφυδατώνεται μειώνεται ο μεταβολισμός των μη εστεροποιημένων λιπαρών οξέων (NEFA) και των αμινοξέων σε πυροσταφυλικό ή / και ακετυλο-CοΑ δημιουργώντας εξάρτηση από τη γλυκόζη ως κύρια πηγή καύσιμου (όπως ακριβώς συμβαίνει στην παχυσαρκία). Επιπλέον, καθώς το κύτταρο μειώνεται σε μέγεθος, η ικανότητα της ινσουλίνης να διεγείρει την πρόσληψη γλυκόζης μειώνεται, οδηγώντας σε αντίσταση στην ινσουλίνη.
Το πόσιμο νερό δεν είναι η μοναδική πηγή νερού για τον άνθρωπο και φαίνεται ότι οι διαφορετικές πηγές νερού (πόσιμο νερό, νερό των ποτών, νερό των τροφίμων) έχουν και διαφορετικές επιδράσεις στο σωματικό βάρος.
Σε πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη στην Ιρλανδία βρέθηκε ότι η κατανάλωση πόσιμου νερού καθώς και το νερό των τροφίμων, αλλά όχι το νερό των διάφορων ποτών, σχετιζόταν με χαμηλότερο σωματικό βάρος, χαμηλότερο σωματικό λίπος και μικρότερη περίμετρο μέσης.
Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων το νερό μπορεί να επηρεάσει το σωματικό βάρος δεν είναι επακριβώς γνωστοί. Η πρόσληψη νερού μπορεί να επηρεάζει το σωματικό λίπος λόγω της μείωσης της προσλαμβανόμενης ενέργειας μέσω έμμεσων επιδράσεων στο αίσθημα κορεσμού. Επιπλέον, υπάρχει η πιθανότητα της συνεργιστικής επίδρασης του νερού και άλλων συστατικών της διατροφής όπως οι διαιτητικές ίνες. Είναι επίσης πιθανό το νερό να αυξάνει τη θερμογένεση ή/και να αυξάνει το ρυθμό οξείδωσης του λίπους.
Σε άλλη μελέτη από την Ισπανία με μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων, βρέθηκε ότι η ποσότητα του προσλαμβανόμενου νερού είχε θετική ομοσυσχέτιση με το νερό του σώματος και αρνητική ομοσυσχέτιση με το σωματικό βάρος, το ΔΜΣ, το σωματικό λίπος και την περίμετρο μέσης. Αυτό βέβαια δεν αποδεικνύει αν πρόκειται για αιτία ή αποτέλεσμα, αλλά σίγουρα αποδεικνύει ότι αν κάποιος πίνει αρκετό νερό, ακόμα και αν δεν αδυνατίζει, τουλάχιστον δεν παχαίνει.
Θα πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι συνήθως σε έναν άνθρωπο όσο πιο μεγάλη είναι η αναλογία σωματικού λίπους, τόσο πιο χαμηλό είναι το ποσοστό σωματικού νερού. Αυτό οφείλεται στο ότι το λίπος είναι υδρόφοβο. Επομένως, τα παχύσαρκα άτομα είναι πιο επιρρεπή σε αφυδάτωση, αν βέβαια προσθέσουμε και άλλους παράγοντες όπως η αυξημένη εφίδρωση ή/και η συχνή λήψη διουρητικών για θεραπεία υπέρτασης ή για μείωση του ‘οιδήματος’ και τον ‘κατακρατήσεων’ που πιστεύουν ότι έχουν, συνήθως οι παχύσαρκες γυναίκες.
Τα παραπάνω έχουν επιβεβαιωθεί και από τη γνωστή πληθυσμιακή μελέτη NHANES 2009–2012, κατά την οποία τα άτομα με αυξημένη ωσμολάλιτυ ούρων είχαν ψηλότερο ΔΜΣ από τα καλώς ενυδατωμένα.
Πρόσφατη Μέτα-ανάλυση (Negative, Null and Beneficial Effects of Drinking Water on Energy Intake, Energy Expenditure, Fat Oxidation and Weight Change in Randomized Trials: A Qualitative Review, Nutrients 2016, 8, 19) όλων των μελετών που αναφέρονται στη σχέση παχυσαρκίας και πρόσληψης νερού, καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:
Οι μελέτες δε συμφωνούν (για μας σύνηθες φαινόμενο) για το αν το πόσιμο νερό αυξάνει το μεταβολισμό, μειώνει την πρόσληψη θερμίδων, αυξάνει την οξείδωση λίπους και μειώνει το σωματικό βάρος. Άλλες αναφέρουν αρνητικά αποτελέσματα, άλλες μηδενικά και άλλες θετικά.
Η ετερογένεια των αποτελεσμάτων φαίνεται ότι οφείλεται στις διαφορετικές συνθήκες των μελετών, στους διαφορετικούς πληθυσμούς και στη διαφορετική διάρκεια.
Οι παρεμβάσεις δημόσιας υγείας πρέπει να προωθούν συνθήκες που μειώνουν την ενεργειακή πρόσληψη, αυξάνουν την ενεργειακή δαπάνη και / ή αυξάνουν την οξείδωση του λίπους, πάντα και με τη συνδρομή του πόσιμου νερού.
Αλάτι και παχυσαρκία
Το αλάτι (NaCl) είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για τη ζωή του ανθρώπου, χωρίς θερμίδες. Επιπλέον όμως, είναι ενισχυτικό της γεύσης πολλών τροφίμων για αυτό και συχνά γίνεται υπερβολή στην κατανάλωσή του. Επίσης, αποτελεί άριστο συντηρητικό μέσο, διότι μέσω της προκαλούμενης υπερώσμωσης αναστέλλει την ανάπτυξη μικροβίων.
Τα τελευταία χρόνια, το αλάτι έχει ενοχοποιηθεί για πρόκληση παχυσαρκίας και διαβήτη.
Οι παρατηρήσεις που οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα είναι οι παρακάτω:
Η διατροφική πρόσληψη αλατιού αυξάνει παράλληλα με την παγκόσμια συχνότητα παχυσαρκίας.
Η αυξημένη κατανάλωση αλατιού συνοδεύεται από αυξημένη συχνότητα παχυσαρκίας, ινσουλινοαντίστασης, μεταβολικού συνδρόμου και μη αλκοολικής στεατο ηπατοπάθειας και τα παχύσαρκα άτομα έχουν πιο ψηλή ωσμωλάλιτη από τα νορμοβαρή.
Σε προοπτικές μελέτες, η κατανάλωση αλατιού αποτελεί ανεξάρτητο προδιαθεσικό παράγοντα παχυσαρκίας και διαβήτη 2.
Τα επίπεδα κοπεπτίνης (δείκτη της βαζοπρεσσίνης) αυξάνουν λόγω της αυξημένης ωσμολάλιτυ και είναι γνωστό ότι η κοπεπτίνη είναι αυξημένη και προάγει την εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου.
Πειραματική χορήγηση σε ανθρώπους δίαιτας με αυξημένο νάτριο μείωσε την ευαισθησία στην ινσουλίνη
Σε διασταυρούμενη μελέτη σε υπερτασικά άτομα, η χορήγηση ισοθερμιδικής δίαιτας με χαμηλό νάτριο είχε ως αποτέλεσμα μέση απώλεια βάρους 2.1 κιλών, ενώ η ομάδα ελέγχου αύξησε το βάρος της κατά 300 γραμμάρια.
Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2019 (INTERMAP Study), ανέλυσε τα δεδομένα 4680 ατόμων ηλικίας 40-59 ετών από την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Κίνα και τις ΗΠΑ. Αναλύθηκε η σχέση του NaCl στα ούρα (δύο 24ωρες συλλογές), που αποτελεί δείκτη της διαιτητικής πρόσληψης αλατιού, με το ΔΜΣ.
Τα αποτελέσματα, μετά διόρθωση ως προς τη θερμιδική πρόσληψη έδειξαν: για κάθε επιπλέον γραμμάριο αλατιού ημερησίως, ο ΔΜΣ ήταν ψηλότερος κατά 0.28 στην Ιαπωνία, κατά 0.10 στην Κίνα, κατά 0.42 στο Ηνωμένο βασίλειο και κατά 0.52 στις ΗΠΑ (P < 0.001 για όλες τις συγκρίσεις). Μετα-ανάλυση 18 μελετών του 2017 έδειξε ότι: Η υψηλότερη κατανάλωση νατρίου συσχετίστηκε με μεγαλύτερο ΔΜΣ κατά 1.24 κλ / μ2, (95% CI: 0,80, 1,67) και με μεγαλύτερη περίμετρο μέσης κατά 4.75 εκ. Σε μελέτη στις ΗΠΑ αναλύθηκαν στοιχεία σε 9162 υγιείς συμμετέχοντες ηλικίας 24 έως 48 ετών (4813 άνδρες και 4349 γυναίκες) στην 8ετή Εθνική Έρευνα για την Υγεία και τη Διατροφή (1999-2006). Εκτός των άλλων, αξιολογήθηκε η σχέση μεταξύ του διαιτητικού νατρίου και της παχυσαρκίας. Μετά προσαρμογή ως προς τη συνολική ενεργειακή πρόσληψη και άλλους συγχυτικούς παράγοντες, η υψηλή πρόσληψη νατρίου (> 2300 mg / ημ) είχε σημαντική θετική ομοσυσχέτιση με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας και κεντρικής κατανομής του λίπους, σε σύγκριση με τη μέτρια πρόσληψη νατρίου (1500-2300 mg / ημ.). Κατά μέσο όρο, κάθε αύξηση 1 γρ. / ημ στη διατροφική πρόσληψη νατρίου οδηγεί σε αύξηση κατά 15% του κινδύνου παχυσαρκίας και κατά 24% αύξηση του κινδύνου κεντρικής παχυσαρκίας.
Το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι η αυξημένη πρόσληψη νατρίου σχετίζεται, ανεξάρτητα, με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας και κεντρικής κατανομής του λίπους στο γενικό πληθυσμό ενηλίκων των ΗΠΑ.
Όσον αφορά τους μηχανισμούς αύξησης του βάρους και πρόκλησης μεταβολικών διαταραχών, μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι: δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι ενεργοποιεί την οδό της αναγωγάσης της αλδόζης στο ήπαρ, με αποτέλεσμα την ενδογενή παραγωγή φρουκτόζης, η οποία στη συνέχεια προκαλεί αντοχή στη λεπτίνη, ανάπτυξη μεταβολικού συνδρόμου και μη-αλκοολική στεατο ηπατοπάθεια. Ο αποκλεισμός του μεταβολισμού φρουκτόζης αναστέλλει τις δυσμενείς επιδράσεις της δίαιτας με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι.
Συμπερασματικά λοιπόν, όλα τα επιδημιολογικά δεδομένα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αυξημένη κατανάλωση αλατιού, πέραν από τις άλλες γνωστές επιπτώσεις, ευνοεί την αύξηση του βάρους, αυξάνει το περιτοναϊκό λίπος και ευνοεί την εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου.