Προλακτίνη και Παχυσαρκία. Μια…ξεχασμένη ορμόνη
Prolactin And Obesity
Οι βιβλιογραφικές αναφορές σχετικά με την προλακτίνη και τον ενεργειακό μεταβολισμό είναι πολύ λίγες και αυτό δημιουργεί απορίες. Η κύρια και περισσότερο γνωστή δράση της προλακτίνης είναι ο θηλασμός. Ο θηλασμός είναι μια απαραίτητη λειτουργία για τη μεταφορά του είδους στην επόμενη γενιά. Όμως, για το θηλασμό, απαιτείται ενέργεια η οποία κινητοποιείται από τα, λιγότερα ή περισσότερα, αποθέματα της μητέρας, δηλαδή από το λιπώδη ιστό. Θα δούμε λοιπόν παρακάτω μερικά στοιχεία για την επίδραση της προλακτίνης στον ενεργειακό μεταβολισμό,
Η προλακτίνη (Prl) είναι ένα πολυπεπτίδιο που εκκρίνεται κυρίως από την υπόφυση και εμπλέκεται σε διάφορες σημαντικές λειτουργίες, όπως η γαλουχία, η λειτουργία του ωχρού σωματίου, η αναπαραγωγή, η όρεξη, η ομοιοστασία, η ωσμωτική ισορροπία, η ανοσία και η πηκτικότητα. Συνολικά, η prl εμπλέκεται, λιγότερο ή περισσότερο, σε τουλάχιστον 300 μεταβολικές λειτουργίες. Η έκφραση του υποδοχέα της προλακτίνης (Prl-R) έχει περιγραφεί και στο λιπώδη ιστό, όπου παρατηρείται και αύξηση της έκφρασης αυτού κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
Έχει δειχθεί ότι στο λιπώδη ιστό η Prl καταστέλλει τη λιπόλυση και την απελευθέρωση λιποκυτταροκινών, ασκεί δε και παρακρινικές και αυτοκρινικές λειτουργίες επιδρώντας στους υποδοχείς της αδιπονεκτίνης.
Στους ανθρώπους, εκτός της εγκυμοσύνης, η έκκριση Prl μεταβάλλεται και με την αύξηση του σωματικού βάρους σε ενήλικες και παιδιά.
Τα τελευταία χρόνια, ορισμένες μελέτες έχουν δείξει αυξημένο επιπολασμό της παχυσαρκίας σε ασθενείς με προλακτινώματα και η θεραπεία τους συνοδεύεται και από απώλεια βάρους. Εκτός από τις επιπτώσεις στο σωματικό βάρος, η Prl εμπλέκεται και στο μεταβολισμό της γλυκόζης, καθώς και στην εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου αφού ο επιπολασμός αυτού φτάνει στο 33% των πασχόντων από υπερπρολακτιναιμία.
Όπως προαναφέρθηκε, η Prl εκκρίνεται και από πολλά άλλα είδη κυττάρων, εκτός της υπόφυσης. Η εξω υποφυσιακή Prl είναι ταυτόσημη με αυτή της υπόφυσης και αποκωδικοποιείται από τα ίδια γονίδια.
Τα μακροφάγα, σημαντικά κύτταρα για την έκφραση της χρόνιας υποκλινικής φλεγμονής, παρουσιάζουν ιδιαίτερα ισχυρή έκφραση της προλακτίνης. Πειραματικές εργασίες έδειξαν ότι η Prl επηρεάζει την παραγωγή ενεργοποιημένων Μ1 μακροφάγων, που είναι βασικό μονοπάτι στη δημιουργία φλεγμονής. Επίσης, τα μακροφάγα αυξάνουν την παραγωγή Prl ως απάντηση σε φλεγμονώδεις αντιδράσεις και στην υπεργλυχαιμία.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ισορροπία δύο σημάτων στα λιποκύτταρα: η αδρενεργική διέγερση και η Prl. Οι κατεχολαμίνες διεγείρουν τη λιπόλυση μέσω επαγωγής της ευαίσθητης στις ορμόνες λιπάσης (HSL). Αντίθετα, η Prl διεγείρει τη λιπογένεση. Επομένως, ανάλογα με την περίπτωση και τις ιδιαίτερες ανάγκες του οργανισμού, η επικράτηση του ενός από τα δύο σήματα θα καθορίσει και την ποσότητα της αποθηκευμένης ενέργειας.
Ένα ενδιαφέρον εύρημα σε 16 ασθενείς με υπερπρολακτιναιμία ήταν η ύπαρξη ισχυρής ανοσοαντιδραστικότητας για την πρωτεΐνη της λεπτίνης στα αδενώματα της υπόφυσης που εκκρίνουν Prl. Αυτό υποδηλώνει ότι η ταυτόχρονη έκκριση λεπτίνης από ένα προλακτίνωμα μπορεί να είναι η αιτία της αυξημένης συγκέντρωσης λεπτίνης στον ορό, ανεξάρτητα από την περιφερειακή δράση της προλακτίνης.
Σε περιπτώσεις προλακτινωμάτων, αναφέρεται ότι στο 50% των πασχόντων υπήρξε μέση αύξηση βάρους 11.8±2.0 κιλά. Σε άλλη μελέτη πασχόντων από μακρο-προλακτίνωμα το ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων ήταν 72%. Γενικά, η συχνότητα παχυσαρκίας ήταν μεγαλύτερη σε άτομα με μακρο – αδενώματα σε σχέση με πάσχοντες από μικρο – αδενώματα.
Η προαναφερθείσα συχνότητα παχυσαρκίας ήταν ανεξάρτητη από άλλες δυσμενείς επιδράσεις των προλακτινωμάτων στην υπόφυση.
Οι περισσότερες αλλά όχι όλες οι μελέτες θεραπείας της υπερπρολακτιναιμίας με ντοπαμινεργικά φάρμακα μακράς δράσης έδειξαν μείωση του σωματικού βάρους.
Η σχέση μεταξύ Prl, αύξησης βάρους και παχυσαρκίας υποδηλώνει ότι η Prl μπορεί να διαδραματίζει κάποιο ρόλο στο σωματικό βάρος και στην αναλογία σωματικού λίπους. Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν η αύξηση του βάρους σχετίζεται με την υπερπρολακτιναιμία λόγω αυξημένης λιπογένεσης ή λόγω διαταραχής του ντοπαμινεργικού τόνου του ΚΝΣ.
Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η παχυσαρκία, ο διαβήτης 2 και το μεταβολικό σύνδρομο σχετίζονται με μειωμένα επίπεδα προλακτίνης ορού σε ανθρώπους και τρωκτικά, θέτοντας το ερώτημα αν τα χαμηλά επίπεδα PRL συμβάλλουν στη μεταβολική δυσλειτουργία.
Στους ανθρώπους, οι τιμές PRL στον ορό συσχετίστηκαν θετικά με τα επίπεδα της αδιπονεκτίνης. Επιπλέον, τα επίπεδα της κυκλοφορούσης PRL και της PRL που παράγεται από το λιπώδη ιστό συσχετίζονται άμεσα με την έκφραση των PPARG, ADIPOQ και GLUT4 σε ανθρώπινο σπλαχνικό λιπώδη ιστό. Έτσι, η Prl προάγει την υγιή λειτουργία του λιπώδους ιστού και τη συστηματική ευαισθησία στην ινσουλίνη. Η αύξηση των επιπέδων της Prl στην κυκλοφορία μπορεί να έχει θεραπευτικά οφέλη στις μεταβολικές παθήσεις που προκαλούνται από την παχυσαρκία.
Συμπερασματικά, η Prl επηρεάζει τη μεταβολική ομοιοστασία ρυθμίζοντας βασικά ένζυμα και μεταφορείς που σχετίζονται με το μεταβολισμό της γλυκόζης και των λιπιδίων σε διάφορα όργανα-στόχους. Στο μαζικό αδένα, επί θηλασμού, αυξάνει την παραγωγή πρωτεϊνών, λακτόζης και λιπιδίων. Στον λιπώδη ιστό, η Prl καταστέλλει την απελευθέρωση λιποκυτταροκινών και επηρεάζει τη λιπογένεση. Αν και οι συνολικές της επιδράσεις στη σύσταση του σώματος είναι μέτριες και διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος του θηλαστικού, η Prl μπορεί να εμπλέκεται και στην ινσουλινοαντίσταση.
Είναι σημαντικό, τα επίπεδα της Prl να είναι στα φυσιολογικά όρια. Πολύ χαμηλά ή πολύ υψηλά επίπεδα έχουν αρνητικές επιπτώσεις.