Δημοσίευση : |
|
06/02/2013 |
Πηγή: |
|
Obeline.gr |
Συντάκτης : |
|
Σοφία Βλάχου |
Βαθμολογία: |
|
3.20 ( 50 ψήφοι) |
|
|
|
Είναι γεγονός πως κατά την εμμηνόπαυση οι γυναίκες συχνά παρατηρούν αύξηση του σωματικού τους βάρους και αύξηση του κοιλιακού λίπους όπως αυτό εκφράζεται με τη μέτρηση της περιμέτρου μέσης. Αναφέρεται πως 44% των εμμηνοπαυσιακών γυναικών είναι υπέρβαρες, εκ των οποίων 23% είναι παχύσαρκες. Η ίδια η εμμηνόπαυση και η αλλαγή του ορμονικού προφίλ της γυναίκας με τη διακοπή της παραγωγής οιστρογόνων προκαλεί την ανακατανομή του σωματικού λίπους με ευόδωση της εναπόθεσής του στην κοιλιακή χώρα (κεντρικού ή ανδρικού τύπου παχυσαρκία σε αντίθεση με την περιφερικού ή γυναικείου τύπου παχυσαρκία που παρατηρείται προ-εμμηνοπαυσιακά με εναπόθεση λίπους κυρίως στους μηρούς και στους γλουτούς). Στην αύξηση του σωματικού βάρους επιδρούν και άλλοι παράγοντες όπως η προοδευτική μείωση της μυϊκής μάζας και η μείωση του βασικού ρυθμού μεταβολισμού, μία διαδικασία φυσιολογική με την πάροδο της ηλικίας, καθώς και η μειωμένη φυσική δραστηριότητα.
Συνοπτικά, οι μηχανισμοί με τους οποίους τα οιστρογόνα επηρεάζουν το σωματικό βάρος είναι:
• Τα οιστρογόνα μειώνουν την όρεξη και επομένως την πρόσληψη τροφής
• Μειώνουν την έκκριση της Λεπτίνης
• Αυξάνουν τη μεταβολική δραστηριότητα
• Αυξάνουν τον πολλαπλασιασμό των πρόδρομων μορφών των λιποκυττάρων
• Μειώνουν την έκφραση των παραγόντων διαφοροποίησης των λιποκυττάρων
• Αυξάνουν τη δραστηριότητα της ορμονοευαίσθητης λιπάσης
• Μειώνουν το mRNA της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης
• Αυξάνουν την εκ των κατεχολαμινών εξαρτημένη λιπόλυση
• Ελαχιστοποιούν τη λιπόλυση στους υποδόριους ιστούς
Η ορμονική υποκατάσταση αποτελεί μια επιλογή στη θεραπευτική μας φαρέτρα για την ανακούφιση από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης και την πρόληψη ή θεραπεία της οστεοπόρωσης και υποκαθιστά ουσιαστικά την ωοθηκική παραγωγή των οιστρογόνων σε δόσεις πολύ χαμηλότερες σε σχέση με τα αντισυλληπτικά.
Η χορήγηση ή όχι ορμονικής υποκατάστασης σε περιπτώσεις φυσικής εμμηνόπαυσης (μέση ηλικία εμμηνόπαυσης σε Καυκάσιους πληθυσμούς είναι τα 51.3 έτη) εξαρτάται από την κλινική εικόνα, την οστική πυκνότητα της γυναίκας και την επιθυμία της σε συνδυασμό με την εκτίμηση του θεράποντος ιατρού. Χορηγείται τότε μέσα στους πρώτους 6 μήνες από την τελευταία περίοδο και για χρονικό διάστημα έως 5 έτη υπό τακτική ιατρική παρακολούθηση. Υπάρχουν 2 περιπτώσεις στις οποίες θεωρείται επιβεβλημένη η χορήγησή της και αυτές είναι : 1. πρωτοπαθής αμηνόρροια (πχ. σύνδρομο Turner) που χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από την απουσία εμφάνισης δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου και απουσία έμμηνου ρύσεως και 2. πρώιμη / πρόωρη εμμηνόπαυση με ηλικία διακοπής της έμμηνου ρύσεως <40 και <45 ετών αντίστοιχα είτε αυτόματα είτε ιατρογενώς (συνηθέστερα μετά από χειρουργική αφαίρεση της μήτρας +/ ωοθηκών, χημειοθεραπεία κτλ.). Στις περιπτώσεις αυτές η ορμονική υποκατάσταση μπορεί να χορηγηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μέχρι δηλαδή τη φυσιολογική ηλικία της εμμηνόπαυσης.
Είναι πολύ διαδεδομένη η ανησυχία μεταξύ των εμμηνοπαυσιακών γυναικών πως η ορμονική υποκατάσταση θα επιδεινώσει την παρατηρούμενη αύξηση βάρους. Η ανησυχία αυτή όμως δεν επιβεβαιώνεται από επιστημονικά δεδομένα. Διεθνείς μελέτες με μεγάλα δείγματα ασθενών συμπεραίνουν πως οι εμμηνοπαυσιακές γυναίκες υπό θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης παρουσίασαν μικρότερη αύξηση βάρους συγκριτικά με εκείνες που δεν έλαβαν ορμονική υποκατάσταση. Φαίνεται λοιπόν πως η ορμονική υποκατάσταση ασκεί ευεργετική δράση στην παρατηρούμενη αύξηση του βάρους και στην κεντρική παχυσαρκία κατά την εμμηνόπαυση.
Οι μορφές χορήγησης ορμονικής υποκατάστασης που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι από του στόματος (δισκία), διαδερμικά (gel, επιθέματα) και κολπικά υπόθετα. Η διαδερμική χορήγηση εξασφαλίζει ένα σταθερό επίπεδο ορμονών στην κυκλοφορία και τα κολπικά υπόθετα δρουν κυρίως τοπικά. Περιέχουν είτε αποκλειστικά οιστρογόνο για γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή είτε συνδυασμό οιστρογόνου/προγεσταγόνου για πρόληψη υπερπλασίας του ενδομητρίου σε γυναίκες με ακέραια μήτρα.
Απόλυτες αντενδείξεις για τη χορήγηση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης αποτελούν το ατομικό ιστορικό γυναικολογικού καρκίνου (μαστού ή ενδομητρίου), θρομβοεμβολής, ενεργού ηπατικής νόσου και κολπικής αιμορραγίας αγνώστου αιτιολογίας.
Όπου δεν υπάρχει αντένδειξη και Εναλλακτικά των σκευασμάτων οιστρογόνων, μπορεί να χορηγηθεί η τιμπολόνη (Livial), ένα συνθετικό στεροειδές που μιμείται τη δράση των οιστρογόνων, καταπραΰνει τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα και προλαμβάνει την οστεοπόρωση. Είναι σχεδόν εξίσου αποτελεσματική με την κλασική ορμονική θεραπεία ως προς τα παραπάνω και οι περισσότερες μελέτες συγκλίνουν στο ότι δεν αυξάνει το σωματικό βάρος και μειώνει το λιπώδη ιστό.
Όπως όλα τα φαρμακευτικά σκευάσματα έτσι και η θεραπεία υποκατάστασης καθώς και η τιμπολόνη ενέχουν δυνητικά κινδύνους:
- Καρκίνος μαστού: H συνδυασμένη ορμονική υποκατάσταση (οιστρογόνο/προγεσταγόνο) φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου μαστού μετά τα 5 χρόνια χορήγησης μέσω της αύξησης της πυκνότητας του μαστού και του ρυθμού πολλαπλασιασμού των κυττάρων. Ωστόσο η επικρατούσα θεωρία είναι πως πρόκειται μάλλον για επίδραση επί μίας ήδη υπάρχουσας νεοπλασίας μη ανιχνεύσιμης σε κλινικό επίπεδο παρά μία δημιουργία de novo νεοπλασματικής εστίας. Ο κίνδυνος αυτός επανέρχεται πρακτικά στα ίδια επίπεδα με των μη χρηστριών μετά από 3-5 χρόνια διακοπής ενώ οι γυναίκες που λαμβάνουν μόνο οιστρογόνο δεν εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο. Οι μελέτες αναφέρουν πιθανό μικρότερο κίνδυνο για τις παχύσαρκες γυναίκες.
- Θρομβοεμβολικά επεισόδια: Η χορήγηση ορμονικής υποκατάστασης συνδέεται με την εμφάνιση θρομβοεμβολικών επεισοδίων με συχνότητα 5 στις 1000 γυναίκες ηλικίας 50-59 ετών στα 5 χρόνια αγωγής (οιστρογόνο/προγεσταγόνο) και 2:1000 σε μονοθεραπεία με οιστρογόνα. Η διαδερμική οδός χορήγησης (gel, αυτοκόλλητα) φαίνεται να μειώνει κατά πολύ την εμφάνιση τέτοιων επεισοδίων καθώς αποφεύγεται η ηπατική οδός μεταβολισμού. Η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για θρομβοεμβολικά επεισόδια και ο κίνδυνος αυτός διπλασιάζεται με τη λήψη ορμονικής υποκατάστασης.
- Στεφανιαία νόσος: Η χορήγηση ορμονικής υποκατάστασης σε γυναίκες ήδη σε εμμηνόπαυση για χρόνια είναι επιβλαβής για την καλή λειτουργία των αγγείων και δρα επιβαρυντικά στην εμφάνιση και επιδείνωση της στεφανιαίας νόσου. Δρα θετικά μόνο σε πρόσφατα εμμηνοπαυσιακές γυναίκες όπου το ενδοθήλιο δεν έχει υποστεί ακόμα εκτεταμένες αθηρωματικές αλλοιώσεις.
Όσον αφορά στην τιμπολόνη θεωρείται ασφαλής ως προς τη στεφανιαία νόσο και τα θρομβοεμβολικά επεισόδια ενώ είναι πιθανή αύξηση του κινδύνου υποτροπής του καρκίνου του μαστού χωρίς να υπάρχουν ακόμα ασφαλή συμπεράσματα.
Πριν και κατά τη διάρκεια της χορήγησης οποιασδήποτε ορμονικής υποκατάστασης συστήνεται ετήσιος έλεγχος που περιλαμβάνει:
• Μέτρηση οστικής πυκνότητας
• Mαστογραφία
• Τεστ Παπανικολάου
• Διακολπικό υπερηχογράφημα μήτρας-ωοθηκών
• Εργαστηριακός έλεγχος (λιπιδαιμικό προφίλ, ηπατική λειτουργία, βασικός έλεγχος θρομβοφιλίας).
Συμπερασματικά λοιπόν, η ορμονική υποκατάσταση, όχι μόνο δεν αυξάνει το βάρος, αλλά και το μειώνει, ποσοτικά και ποιοτικά.
Για τους κινδύνους; Όπως σε κάθε θεραπευτική παρέμβαση, οφείλουμε και σαυτή την περίπτωση να ζυγίζουμε τον κίνδυνο και το όφελος και να συστήνουμε θεραπεία μόνο αν το όφελος είναι πολύ μεγαλύτερο από τους πιθανούς κινδύνου.