Δημοσίευση : |
|
27/01/2013 |
Πηγή: |
|
www.obeline.gr |
Συντάκτης : |
|
Αναστάσιος Μόρτογλου |
Βαθμολογία: |
|
3.29 ( 87 ψήφοι) |
|
|
|
Παχυσαρκία και ΚΝΣ
Ο ανθρώπινος οργανισμός έχει αποκτήσει εξελικτικά πολλαπλούς και σύνθετους μηχανισμούς διατήρησης της ενεργειακής του ομοιοστασίας. Το αρχικό κέντρο αξιολόγησης των πληροφοριών από την περιφέρεια ήταν το εγκεφαλικό στέλεχος. Αργότερα αναπτύχθηκε το μεταιχμιακό σύστημα και στα τελευταία στάδια της εξέλιξης επικράτησε, τουλάχιστον μερικώς, ο εγκεφαλικός φλοιός. Έτσι, βλέπουμε ότι στη διαδικασία πρόσληψης τροφής, εμπλέκονται, εκτός από τις αντικειμενικές ενεργειακές ανάγκες, τα άμεσα και τα έμμεσα αντανακλαστικά, το συναίσθημα καθώς και πλήθος κοινωνικών και πολιτιστικών επιδράσεων.
Σήμερα λοιπόν, τα ενεργειακά αποθέματα του οργανισμού ελέγχονται κεντρογενώς και σε μεγάλο βαθμό από τον υποθάλαμο, ο οποίος επεξεργάζεται πληροφορίες για : όρεξη-πρόσληψη τροφής, μεταβολισμό, σωματική δραστηριότητα και δίνει τις ανάλογες ‘οδηγίες’ στην περιφέρεια για ‘δράση’. Η κύρια πηγή πληροφοριών του υποθαλάμου είναι η λεπτίνη, ορμόνη που τα επίπεδά της είναι ευθέως ανάλογα με την ποσότητα του σωματικού λίπους. Ανάλογη της λεπτίνης επίδραση έχει και η ινσουλίνη.
Αδρά λοιπόν θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι 2 αυτές ορμόνες (λεπτίνη και ινσουλίνη) ρυθμίζουν σε μακροχρόνια βάση τα ενεργειακά αποθέματα του οργανισμού, δηλαδή την ποσότητα του σωματικού λίπους. Παράλληλα, οι ορμόνες που εκλύονται από το γαστρεντερικό σύστημα (Γκρελίνη, Χολοκυστοκινίνη, GLP-1), μέσω νευρώνων του παρασυμπαθητικού ΝΣ, του πυρήνα της μονήρους δεσμίδας και του τοξοειδούς πυρήνα του υποθαλάμου, ρυθμίζουν την αρχή και το τέλος εκάστου ΕΝΟΣ μόνο γεύματος.
Η δράση της λεπτίνης στο ενεργειακό ισοζύγιο είναι η αύξηση του μεταβολισμού και η μείωση της πρόσληψης τροφής. Οι επιδράσεις αυτές επιτυγχάνονται μέσω υποθαλαμικής αναστολής του νευροπεπτιδίου Υ και του AgRP και διέγερσης του CART, του συστήματος της POMC και του συμπαθητικού νευρικού συστήματος καθώς και αύξηση της θερμογενίνης 1 (UCP1) στο φαιό λίπος.
Η παχυσαρκία αποτελεί το φαινότυπο μιας πολυγονιδιακής διαταραχής που αναφέρεται σε δυσλειτουργία ορμονικών συστημάτων και νευρομεταβιβαστών. Η συνεχής όμως αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας τα τελευταία χρόνια, στην ίδια δηλαδή γενιά με την προηγούμενη 30ετία, υποδηλώνει ότι η επίδραση του περιβάλλοντος έχει καθοριστική σημασία στην εμφάνιση ή/και επιδείνωση της πολυπαραγοντικής αυτής νόσου.
Η παχυσαρκία λοιπόν, αποτελεί τυπικό παράδειγμα σημαντικής αλληλεπίδρασης γονιδίων-περιβάλλοντος.
Τα τελευταία βέβαια χρόνια έχει περιγραφεί σημαντικός αριθμός μονογονιδιακών διαταραχών που οδηγούν σε παχυσαρκία. Μερικές από αυτές είναι: ανεπάρκεια λεπτίνης, LEPRB, single-minded 1 (SIM1), PC1, POMC και MC4R. Όλα αυτά τα συγγενή σύνδρομα συνοδεύονται από υπερφαγία. Η συχνότερη διαταραχή είναι η ανεπάρκεια του MC4R και φαίνεται να ευθύνεται για το 5% των περιπτώσεων σοβαρής παχυσαρκίας. Ακόμα και η ετερόζυγος μορφή της διαταραχής αυτής οδηγεί σε παχυσαρκία.
Η ανεύρεση λοιπόν των πεπτιδίων αυτών αλλά και πολλών άλλων που ενέχονται στον ενεργειακό μεταβολισμό, στη διαδικασία πρόσληψη τροφής-κορεσμός και στην παθογένεια της παχυσαρκίας, έχει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον αλλά η πολυπλοκότητα του συστήματος καθώς και η ‘αντοχή’ του στις διάφορες επιδράσεις κάνουν δύσκολες τις θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Η χορήγηση λεπτίνης στις σπάνιες περιπτώσεις συγγενούς έλλειψης της ορμόνης αυτής επιφέρει πλήρη αποκατάσταση του σωματικού βάρους, του βαθμού ενήβωσης και όλων των μεταβολικών διαταραχών που χαρακτηρίζουν το σύνδρομο της συγγενούς υπολεπτιναιμίας.
Μια άλλη εφαρμογή της θεραπείας με λεπτίνη είναι η χορήγησή της μετά από απώλεια βάρους που έχει επιτευχθεί με άλλες μεθόδους. Η θεραπεία αυτή αυξάνει τη μεταβολική δραστηριότητα που πάντα μειούται με την απώλεια βάρους, αυξάνει τα επίπεδα της Τ4 και Τ3 και έτσι συντελεί σημαντικά στη διατήρηση της απώλειας.
Υπάρχουν και άλλες δυνατότητες θεραπείας με λεπτίνη, αφού σήμερα η παχυσαρκία θεωρείται νόσος που χαρακτηρίζεται από ‘αντοχή’ στη δράση της. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η χορήγηση αναλόγων λεπτίνης μακράς δράσης (Pegylated recombinant human leptin-PegLeptin), η οποία χορηγείται υποδορίως άπαξ εβδομαδιαίως.
Ένα άλλο μόριο που δρα στο ΚΝΣ, σε διαφορετικές όμως μεταβολικές οδούς από αυτές της λεπτίνης είναι η Αξοκίνη (ciliary neurotrophic factor-CNTF). Η αξοκίνη ασκεί τη δράση της μέσω του υποθαλαμικού STAT3. Η χορήγησή της υποδορίως για 12 βδομάδες επέφερε μέση απώλεια βάρους 8.8 κλ. Και το μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι η απώλεια αυτή διατηρήθηκε για 48 ακόμα βδομάδες, χωρίς καμιά επιπλέον διαιτητική ή φαρμακευτική παρέμβαση.
Άλλες φαρμακευτικές ουσίες που βρίσκονται σήμερα σε διάφορα στάδια εξέλιξης περιλαμβάνουν,
1. Μόρια που διεγείρουν τις καταβολικές οδούς: αγωνιστές του MC4R, της 5-ΗΤ και ντοπαμίνης, της οξυντομοντουλίνης, τεμάχια του μορίου της αυξητικής ορμόνης και του τύπου 1 υποδοχέα της χολοκυστοκινίνης
2. Μόρια που αναστέλλουν τις αναβολικές οδούς: ανταγωνιστές υποδοχέων γκρελίνης, Νευροπεπτιδίου Y και MCH-1. Επίσης, ανάλογα σωματοστατίνης, ουσίες που επιβραδύνουν την κένωση του στομάχου και το αντιεπιληπτικό topiramate.
Η θεραπεία της παχυσαρκίας που στοχεύει στο ΚΝΣ έχει κάποιες εγγενείς δυσκολίες γιατί τα χρησιμοποιούμενα μόρια έχουν συνήθως πεπτιδική σύσταση και αυτό δημιουργεί κινδύνους αλλεργίας αλλά και ανάπτυξης αντοχής λόγω μείωσης του αριθμού και της ευαισθησίας των υποδοχέων-στόχων.
Η επιστημονική έρευνα έχει βοηθήσει σημαντικά στη σε βάθος κατανόηση των μηχανισμών του ενεργειακού ισοζυγίου και αυτό δίνει ελπίδες για εξατομικευμένες και αιτιολογικές θεραπείες του παχύσαρκου ασθενούς. Πάντως, για αποτελεσματική θεραπεία και μακροχρόνια διατήρηση της απώλειας βάρους, μάλλον θα πρέπει να χρησιμοποιούνται περισσότεροι από έναν ρυθμιστικοί παράγοντες.