Δημοσίευση : |
|
09/05/2013 |
Πηγή: |
|
obeline.gr |
Συντάκτης : |
|
Αναστάσιος Μόρτογλου |
Βαθμολογία: |
|
3.60 ( 40 ψήφοι) |
|
|
|
Πρόκειται για λιποκύτταρα που βρίσκονται ανάμεσα στο λευκό λιπώδη ιστό και τα οποία αποκτούν τα θερμογενετικά χαρακτηριστικά του φαιού λίπους με την επίδραση κάποιων ενδογενών ή εξωγενών ερεθισμάτων, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Το χρώμα των κυττάρων, μεταξύ λευκού και φαιού, του έδωσε το ένα όνομα –μπεζ (Beige)- ενώ η δεύτερη ονομασία, Brite, προέρχεται από το γεγονός ότι βρίσκονται κύτταρα με λειτουργία φαιού λίπους ανάμεσα στα λευκά λιποκύτταρα (Br[own] i[n] [whi]te).
Τα μπεζ λιποκύτταρα, όπως και τα λευκά, προέρχονται από το πλάγιο μεσόδερμα και είναι Myf-5 αρνητικά. Το τελικό μπεζ λιποκύτταρο μπορεί να προέλθει από μεταδιαφοροποίηση του ώριμου λευκού λιποκυττάρου με την επίδραση των μεταγραφικών παραγόντων PRDM16 * & PGC-1α **. Η διαφοροποίηση μεταξύ λευκών και μπεζ λιποκυττάρων είναι αμφίδρομη. Είναι πολύ πιθανό να υπάρχει και άμεση εξέλιξη των μπεζ λιποκυττάρων από τις πρόδρομες μορφές λευκών λιποκυττάρων με την επίδραση του παράγοντα ΤΒΧ15 ***.
Το βασικό χαρακτηριστικό των μπεζ λιποκυττάρων είναι το ότι σε κατάσταση ηρεμίας εκφράζουν ελάχιστα τη διαζευκτική πρωτεΐνη 1 (UCP-1), καθώς και τη δυνατότητά τους για παραγωγή θερμότητας. Αμέσως όμως μόλις επιδράσει κάποιο διεγερτικό ερέθισμα αυξάνουν ταχύτατα την έκφραση της UCP-1 και από αποθήκες ενέργειας μετατρέπονται σε παραγωγούς θερμότητας και μάλιστα σε βαθμό παρόμοιο με αυτόν του φαιού λίπους. Τη δυνατότητα αυτή δεν την έχουν τα συνήθη λευκά λιποκύτταρα.
Η ύπαρξη των μπεζ λιποκυττάρων στον άνθρωπο εκφράζει πιθανότητα μια ευέλικτη μορφή προσαρμοστικής εξέλιξης για την κάλυψη των αναγκών προσαρμοστικής θερμογένεσης, αφού καταστάσεις σοβαρής υποθερμίας είναι σχετικά σπάνιες.
Εκτός από τους μεταγραφικούς παράγοντες που συντελούν στη διαφοροποίηση των λευκών προς μπεζ λιποκύτταρα, άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι:
• Η ηλικία είναι αρνητικός παράγοντας
• Οι ενδογενείς κατεχολαμίνες και τα συμπαθομιμητικά φάρμακα.
• Το σωματικό βάρος εκφρασμένο με το δείκτη μάζας σώματος είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ποσότητα του θερμοπαραγωγού λίπους.
• Οι θυρεοειδικές ορμόνες και κυρίως η Τ3.
• Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος, η συστηματική άσκηση, η ιριδίνη****, η σιλδεναφίλη και η βιταμίνη D.
Οι θεραπευτικές προοπτικές από την εύρεση μεθόδων φαρμακευτικής ενεργοποίησης των μπεζ λιποκυττάρων είναι ακόμα ασαφείς. Η αδρενεργική διέγερση έχει πολλές ανεπιθύμητες ενέργειες από το καρδιο-αγγειακό σύστημα. Πολλά υπόσχεται η ιριδίνη**** η οποία είναι είναι ένα ενδογενές μόριο με διεγερτική επίδραση στα μπεζ λιποκύτταρα. Υπό μελέτη είναι πεπτιδικές ορμόνες που ευνοούν τη διαφοροποίηση των λευκών λιποκυττάρων σε μπεζ. Δύο σημαντικές ορμόνες στη διαδικασία αυτή που πιθανόν θα βοηθήσουν στη θεραπεία της παχυσαρκίας και του διαβήτη είναι ο FGF21 (Fibroblast growth factor 21) και το ANP (atrial natriuretic peptide).
---------------------------------------------------------------------------------------
* PRDM16 (PR Domain Containing 16): Είναι μια πρωτεΐνη συν ενεργοποιητής που ελέγχει την ωρίμανση των πρόδρομων Myf5 θετικών μεσεγχυματικών κυττάρων σε φαιά λιποκύτταρα. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η πρωτεΐνη αυτή εκφράζεται έντονα και στο λευκό λίπος και συμμετέχει στη μεταδιαφοροποίηση των λευκών λιποκυττάρων σε μπεζ λιποκύτταρα.
** PGC-1α : Peroxisome proliferator-activated receptor-γ coactivator. Αυτός ο συν-ενεργοποιητής έχει κεντρικό ρόλο στον κυτταρικό ενεργειακό μεταβολισμό επειδή συνδέει την προσαρμογή του οργανισμού στις μεταβολές του περιβάλλοντος (ψύχος).
*** TBX15: Ανήκει στην οικογένεια των Τ-Box γονιδίων τα οποία ελέγχουν πληθώρα μεταγραφικών παραγόντων στη διαδικασία της κυτταρικής εξέλιξης-ωρίμανσης. Κύρια δράση στον άνθρωπο είναι ο έλεγχος της εξέλιξης των πρόδρομων μεσεγχυματικών κυττάρων και των χονδροκυττάρων.
**** Ιριδίνη: FNDC5/irisin από την Ελληνική λέξη Ίρις. Πρόκειται για μια πρόσφατα ανακαλυφθείσα ορμόνη που παράγεται από το μυϊκό ιστό και θεωρείται ότι σε αυτήν οφείλονται όλες οι ευνοϊκές επιδράσεις της άσκησης στον άνθρωπο. Τα επίπεδα της ιριδίνης εξαρτώνται από τη μάζα του μυϊκού ιστού. Φαίνεται, όπως έχει δείξει έρευνα του καθηγητή Χ. Μαντζώρου, ότι η ιριδίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται και εκκρίνεται από το μυϊκό ιστό (μυοκίνη).