Δημοσίευση : |
|
01/09/2011 |
Πηγή: |
|
|
Συντάκτης : |
|
Αναστάσιος Μόρτογλου |
Βαθμολογία: |
|
3.27 ( 110 ψήφοι) |
|
|
|
Ορισμός: Είναι η ελλιπής παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών Θυροξίνης (Τ4) και Τριιωδοθυρονίνης (Τ3) από τον Θυρεοειδή αδένα.
Διακρίνεται σε:
• Πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό, από βλάβη ή έλλειψη του αδένα.
• Δευτεροπαθή υποθυρεοειδισμό από μειoνεκτική έκκριση TSH από την υπόφυση, σε περιπτώσεις μεγάλων αδενωμάτων της υπόφυσης, χειρουργικής εξαίρεσης, κρανιοφαρυγγιωμάτων, ολικής υποφυσιακής ανεπάρκειας από αιμορραγία ή μετά εργώδη τοκετό (σ. Seehan) κα.
• Τριτοπαθή υποθυρεοειδισμό από ανεπαρκή έκκριση του εκλυτικού παράγοντα της TSH (TRH) από τον υποθάλαμο, σε περιπτώσεις καλόηθων ή κακόηθων όγκων της περιοχής, σαρκοείδωσης, μεγάλων δόσεων κορτικοειδών κτλ.
Ο συχνότερος τύπος υποθυρεοειδισμού είναι ο πρωτοπαθής.
Αίτια αυτού είναι:
o Η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα που αποτελεί και τη συχνότερη αιτία στις δυτικού τύπου κοινωνίες.
o Η χειρουργική εξαίρεση του θυρεοειδούς
o Χορήγηση θεραπευτικώς 131Ι
o Ακτινοβολία στην περιοχή του τραχήλου
o Η συγγενής έλλειψη, υποπλασία ή εκτοπία του αδένα
o Δυσορμογεννετικός υποθυρεοειδισμός από συγγενή έλλειψη ενζύμων ορμονοσύνθεσης(πχ. Σύνδρομο Pendrend)
o Βαρειές και παραμελημένες φλεγμονώδεις θυρεοειδίτιδες (υποξείες)
o Θυρεοειδίτις της λοχείας
o Χορήγηση μεγάλων δόσεων αντι-θυρεοειδικών φαρμάκων σε θεραπευόμενους για υπερθυρεοειδισμό.
o Αιμοχρωμάτωση σε πολυμεταγγιζόμενα άτομα, πχ μεσογειακή αναιμία (μπορεί να προκαλέσει και δευτεροπαθή υποθυρεοειδισμό)
o Φάρμακα (Angoron και άλλα ιωδιούχα φάρμακα, Interferon-α, Λίθιο, κετοκοναζόλη, αμινογλουτεθιμίδη, Ιντερλευκίνη 2 και 6, TNF-α,αναστολείς τυροσινικών κονασών-Sunitimib)
o Ενδοκρινικοί διαταράκτες (χημικές ουσίες από τη μόλυνση του περιβάλλοντος)
Ο υποθυρεοειδισμός είναι αρκετά συχνή νόσος και ο επιπολασμός του αυξάνει στις μεγαλύτερες ηλικίες. Η μελέτη NHANES III στις ΗΠΑ έδειξε ότι το 0.3% του πληθυσμού έχει υποθυρεοειδισμό με κλινικές εκδηλώσεις και το 4.3% κάποια υποκλινική μορφή της νόσου. Αλλά και αυτοί με τον υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, 10-15% κάθε χρόνο θα γίνουν και κλινικώς υποθυρεοειδικοί, κατ’ εξοχήν μάλιστα οι γυναίκες με αυξημένα αντιθυρεοειδικά αντισώματα. Υπολογίζεται ότι στο γενικό πληθυσμό, το 20% των γυναικών άνω των 60 ετών έχει κάποια μορφή υποκλινικού υποθυρεοειδισμού. Πάντως, σε άτομα άνω των 80 ετών, επίπεδα TSH έως 7.5 μU/ml θεωρούνται φυσιολογικά.
Πρακτικά, δεν υπάρχει σύστημα που να μην επηρεάζεται αρνητικά επί υποθυρεοειδισμού. Η συπτωματολογία και τα κλινικά ευρήματα σχετίζονται με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της νόσου.
Τα σημαντικότερα είναι:
• Περικαρδίτις ή και πλευριτική συλλογή
• Βραδυκαρδία, μεγαλοκαρδία και χαμηλά δυναμικά στο ΗΚΓ (μυξοιδηματική καρδιά)
• Μείωση καρδιακής παροχής
• Υπόταση ή υπέρταση ανθεκτική στα αντιυπερτασικά φάρμακα
• Απάθεια, υπνηλία, ψυχικές διαταραχές
• Ξηρότητα επιδερμίδος
• Οίδημα δέρματος, τραχύτης, ψυχρότης και υποκίτρινη χροιά, χαρακτηριστικά μυξοιδηματικών αλλοιώσεων.
• Θαμπές και τραχιές τρίχες
• Λεπτά και εύθραυστα νύχια
• Μείωση ιδρώτος
• Δύσπνοια σε μικρή προσπάθεια
• Μείωση θερμογέννεσης
• Αποφρακτική άπνοια του ύπνου
• Μείωση οστικού μεταβολισμού και διαταραχές επιπέδων Ca στο αίμα
• Δυσκοιλιότητα, ακόμα και παραλυτικός ή αποφρακτικός ειλεός
• Αύξηση σωματικού βάρους, συνήθως πολύ μικρή
• Αναιμία, καροτιναιμία, υπερχοληστερολαιμία
• Αιμορραγική διάθεση και μηνορραγία στις γυναίκες γόνιμης ηλικίας
• Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα
• Υπερπρολακτιναιμία, επινεφριδική ανεπάρκεια, στείρωση, μείωση Libido
Συχνά, υπάρχει μια επικάλυψη των συμπτωμάτων του υποθυρεοειδισμού με συμπτώματα σε υγιή άτομα του γενικού πληθυσμού. Αυτό οφείλεται στο ότι πολλά από τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού δεν είναι ειδικά, δηλαδή παθογνωμονικά, για τη νόσο. Σε μια μελέτη που έγινε στο Colorado των ΗΠΑ βρέθηκε ότι πάνω από 4 συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού υπήρξαν στο 25% των πασχόντων, στο 20% πασχόντων από υποκλινικό υποθυρεοειδισμό αλλά και στο 17% των απολύτως υγιών ατόμων. Ένα πολύ ενδιαφέρον επιδημιολογικό εύρημα είναι το ότι οι πάσχοντες από αυτοάνοσου τύπου πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό έχουν σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα αίσθημα χρόνιας κόπωσης, ευερεθιστότητα και γενικά πολύ χειρότερη ποιότητα ζωής από τα άτομα με μετεγχειρητικό υποθυρεοειδισμό, ακόμα και αν οι 2 αυτές κατηγορίες πασχόντων είναι σε άριστη ορμονική υποκατάσταση, σύμφωνα τουλάχιστον με τα επίπεδα της TSH.
Όλα τα παραπάνω κάνουν σαφές ότι για μια σωστή διάγνωση, η οποία άλλωστε μπορεί να συνοδεύει τους πάσχοντες σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους, θα πρέπει να γίνεται από τον θεράποντα γιατρό ένας αρμονικός συνδυασμός υποκειμενικών ενοχλημάτων, κλινικής εικόνας και εργαστηριακών ευρημάτων.